φθειροποιός

φθειροποιός
φθειρο-ποιός, όν,
A producing lice,

λίνον Plu.2.352e

; ἔριον ib.642c, Gp.15.1.5.
II (

φθείρ 111

)

πίτυς φ.

pine that bears small edible seeds, Pinus brutia,

Thphr.HP2.2.6

.
III destructive,

πνεῦμα δαιμόνιον φ. PMasp.1884

(vi A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φθειροποιός — producing lice masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθειροποιός — όν, Α 1. αυτός που παράγει ψείρες («ἔριον φθειροποιόν», Πλούτ.) 2. αυτός που έχει μικρούς εδώδιμους σπόρους («πίτυς φθειροποιός.», Θεόφρ.) 3. καταστρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθείρ, φθειρός + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • φθειροποιόν — φθειροποιός producing lice masc/fem acc sg φθειροποιός producing lice neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθειροποιοῦ — φθειροποιός producing lice masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”